Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

τα καλοκαίρια

Θυμάμαι οπωσδήποτε το φως. Την αμείλικτη ζέστη (αυτήν που βιώνουμε και τώρα και με πήγε χρόνια πίσω).

Θυμάμαι ένα μπλε φόρεμα, και κάτι κλασικά εικονογραφημένα.

Θυμάμαι τη νωχέλεια. Τη στασιμότητα του αέρα.

Τις κλειστές πόρτες το μεσημέρι. Τις λιγοστές ανάγκες. Την απλότητα της ευτυχίας.

Την ακινησία του χρόνου.

Και σκέφτομαι ότι ήμασταν τόσο φτωχικά πλούσιοι, όσο πλούσια φτωχοί είμαστε σήμερα.





 

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

 Απλώνεις το χέρι σου, αλλά κανείς δεν το αρπάζει.

Ζεις εδώ και καιρό σ'ένα μοναχικό σκοτάδι, εξαντλώντας κάθε απόθεμα υπομονής.

Η Κ σε κοιτά ειρωνικά και ο Ν αγγίζει το θέμα της αναπηρίας σου που δεν μπορείς να εξηγήσεις.

Θέλεις μόνο να μη σε λυπούνται. Από περηφάνια. Κι επειδή ακόμη θυμάσαι. Την κανονικότητα.

....

Σήμερα έβρεξε τόσο πολύ. Το ήξερες. Το περίμενες.  Όπως περιμένεις και την ψύχρα και τη μοναξιά.

Δεν υπάρχουν πέντε αράδες και για μένα;

Τι ρωτώ. Χάλασα τις νύχτες μου ρωτώντας. Και τις μέρες. Αλλά αυτές τις μετρώ μισές.

....

Η κυρά Θοδώρα είναι στο απέναντι μπαλκόνι. Είχες τόσο καιρό να τη δεις. Αλλά τώρα τα πράγματα μπήκαν πάλι στη θέση τους. Η τάξη δε διασαλεύτηκε.

.....

Και η γάτα κοιμάται αμέριμνη ανάμεσα στα χόρτα. Σ'αρέσει που δεν τα κουρέψανε και πάλι σύντομα. Αυτή η αγριάδα έχει κάτι το φυσικό.

.....


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

η στιγμή

 Κι όταν έφευγα με ρώτησε αν θα δω την Γ. και του είπα, όχι σύντομα, ίσως τον επόμενο μήνα, θέλετε να της πω κάτι ; Και τότε πέρασε με το χέρι του τα μαλλιά του και χαμένος σ'ένα ονειροπόλο βλέμμα, μου είπε την αγάπη του κι όλο αυτό μου φάνηκε τόσο μακρινό ξένο και όμορφο, σχεδόν αξιοζήλευτο αν μπορούσα να βγω από τον μονότονο, σκοτεινό μου θάλαμο.

Υπάρχουν ακόμη αυτά τα βλέμματα;

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Και πάλι τα στάχυα ωρίμασαν

 Η πρώτη μέρα του καλοκαιριού είναι μάλλον ανοιξιάτικη. Κάνει δροσιά. Τα σύννεφα έρχονται και φεύγουν.

Αγκομαχώ να φτάσω σπίτι. Σχεδόν χωρίς ανάσα. Άλλη μια μέρα.

Βλέπω το τέλος του Ρουκ Ζουκ. Το νεανικό παρεάκι αγνοεί τον Ελύτη. Καημένε Ελύτη....

Που ήθελες να έχουμε στην σάκα μας το Άξιον Έστί. Ούτε δυο γενιές δεν επιβίωσες. Μαζί με τον Μακρυγιάννη και τον Βολταίρο θα πας κι εσύ στην ιστορία.

Ένα όνομα. Κάποιοι -πολλοί πια- αγνοούν ήδη το "πού" διέπρεψες. Κάτι τους λέει το όνομα σου, αλλά πού ; τι ; 

....

Οι σκέψεις γεμίζουν απουσία, όταν λείπει το χάδι. Κι ανάλογα τη δύναμη ή την αδυναμία μας θυμόμαστε όλα τα λάθη, τις διαψεύσεις, την απογοήτευση, την πίστη στην οποία ακουμπήσαμε...κι άλλοτε τις ηλιαχτίδες σ'ένα πρωινό ξύπνημα, την αγκαλιά κι ένα αληθινό χαμόγελο.

Σαν ζυγαριά που γέρνει μια από τη μια και μια από την άλλη.

Το χειρότερο  της πανδημίας, είναι το χέρι που δεν μπορέσαμε να απλώσουμε. 

Το χειρότερο της πανδημίας ήταν η μοναξιά του να μην μπορείς να προσφέρεις. Να είσαι εκεί.

Να πας, ν'αγκαλιάσεις, να χαιδέψεις. 

....

Στη στεγνή γη του Προβατά, εκεί δίπλα στα μποστάνια και τη θάλασσα. Εκεί θέλω..

....

Γιατί ήταν μια μέρα που ήμασταν εκεί για το τίποτα. Δλδ για το χατήρι μου και μόνο.Και φύσαγε τόσο γλυκά τ'αγέρι , όπως στο ποίημα του Σολωμού. Και ο ήλιος έκαιγε και καθόμασταν στο παγκάκι.

Ναι, εκεί θέλω.