Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

σπίτια



στο πρώτο σπίτι, τα έπιπλά  ήταν όλο κι όλο δύο μονά κρεβάτια κι ένα αρχαίο τραπέζι που μας άφησε η νοικοκυρά με εξίσου παλιακές καρέκλες.
στο αυτοσχέδιο σαλονάκι είχαμε ένα μικρό τραπεζάκι αντίκα και μια κρεβατοπολυθρόνα όπου κοιμόμουν τον πρώτο καιρό.
του ζήταγα να μου φέρνει χαρτόκουτα απ' τη δουλειά  κι αφού τα έντυνα χρωματιστά τα έκανα κομοδίνα και μικρά τραπεζάκια.
με μερικά άλλα, έφτιαξα μια όμορφη παπουτσοθήκη.
οι μέρες ήταν γεμάτες αρώματα και αλμύρα και κάθε Σαββατοκύριακο ήταν μια μικρή γιορτή
οι Κυκλάδες ήταν στα πόδια μας
...
το δεύτερο σπίτι  ήταν ευρύχωρο και φωτεινό κι έμοιαζε να επιπλέει σε μια θάλασσα από ουρανούς και ήλιους και σύννεφα πάνω από τη βρώμικη και άσχημη πόλη.
η επίπλωσή του έπασχε από έλλειψη φαντασίας και υπάκουε στην τυπικότητα.
τα θέλω μου μπερδεύονταν μ'αυτά των άλλων.
ήταν ένα σπίτι όπου ένιωθα να απλώνω ρίζες. το κάστρο μου.
σ'αυτό επέστρεφα από τα πιο όμορφά μου ταξίδια.
και κάθε επιστροφή ήταν το ίδιο επιθυμητή με την αναχώρηση.

....
το τρίτο σπίτι ήταν η λύση ανάγκης μιας βιαστικής -έξωθεν επιβεβλημένης- απόφασης . ήταν σχεδόν τέλειο, αλλά δεν ήταν το σπίτι μου.
 το έντυσα με πολύ μεράκι και με πολύ κόπο, ξοδεύοντας χωρίς δεύτερη σκέψη , όταν τα χρήματα ήταν απλά το μέσον και η ευτυχία κάτι που διαρκώς ξέφευγε
κι έτσι
μια μέρα το άφησα, για να ζήσει τη δική του ξέχωρη ζωή
ήταν το σπίτι, το χωρίς ουρανό.
και χωρίς αγάπη.
....
το επόμενο σπίτι  ήταν το πιο δικό μου. δεν είχε τίποτα ακριβό μέσα. δεν κουβαλούσε καμιά υπόσχεση μονιμότητας.  αλλά είχε εμένα. είχε τα πιο λαμπερά αστέρια, τα πιο μεγάλα ουράνια τόξα, τις πιο αγωνιώδεις νύχτες, τις πιο δικές μου μέρες, τα πιο ήμερα κοτσύφια, τα πιο πράσινα, κόκκινα, κίτρινα δέντρα, τις πιο υπέροχες γωνιές, τα πιο φιλικά προς τον κόσμο παράθυρα.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

άνοιξη

μια μικρή ηλιαχτίδα βρήκε σήμερα το δρόμο για το μυαλό μου
σχεδόν ανεπαίσθητη η παρουσία της
αλλά την ένιωσα
είμαστε εμείς που κάνουμε τους δρόμους αγαπημένους
είμαστε εμείς που φωτίζουμε τις μέρες με χρώματα
οι οπτικές μας γωνίες αλλάζουν με έναν τρυφερό λόγο
 με ένα δειλό χαμόγελο
μ'ενα απρόσμενο πλησίασμα